- μακρυσμός
- μακρ-υσμός, ὁ,A long interval, Aq.Ps.55(56).1, 119 (120).5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μακρυσμός — μακρυσμός, ὁ (ΑM) [μακρύνω] απομάκρυνση … Dictionary of Greek
μακρυσμοῦ — μακρυσμός long interval masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρυσμῶν — μακρυσμός long interval masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρυσμῷ — μακρυσμός long interval masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρυσμόν — μακρυσμός long interval masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)